Φαέθων
Στην ελληνική μυθολογία ο Φαέθων, που σημαίνει εκείνος που λάμπει, που εκπέμπει φως, ήταν ο γιος της νύμφης Κλυμένης. Δεν γνώριζε ποιος ήταν ο πατέρας του, και όταν ρώτησε της μητέρα του, εκείνη του είπε ότι ήταν γιος του θεού Ήλιου.
Ο Φαέθων υπέθεσε ότι η Κλυμένη του έλεγε την αλήθεια, αλλά όταν ο συμμαθητής του Έπαφος το κορόιδεψε αμφισβητώντας την ταυτότητα του πατέρα του, εκείνος πήγε στη μητέρα του και απαίτησε αποδείξεις. Εκείνη του είπε να αναζητήσει ο ίδιος τον Ήλιο, μάλιστα τον οδήγησε να αναζητήσει τον πατέρα του στην Ινδία, την περιοχή από όπου ανέτειλε με το άρμα του.
Όταν ο Φαέθων έφτασε στο παλάτι του θεού Ήλιου, έμεινε έκθαμβος. Τα πάντα, από τις κολώνες μέχρι τις πόρτες, τα είχε σμιλέψει ο ίδιος ο Ήφαιστος με χρυσό, ασήμι και μπρούντζο και ελεφαντόδοντο. Ο Ήλιος καθόταν επάνω σε έναν θρόνο από σμαράγδια και τον περιτριγύριζαν αγάλματα από θεούς και θεότητες που αναπαριστούσαν το πέρασμα του χρόνου. Όταν ο Φαέθων ρώτησε τον Ήλιο αν ήταν πατέρας του, εκείνος του απάντησε όχι μόνο ότι ήταν ο πατέρας του, αλλά και ότι θα του πραγματοποιούσε οποιαδήποτε επιθυμία. Ο Φαέθων το σκέφτηκε για λίγο και ζήτησε να οδηγήσει εκείνος το άρμα του Ήλιου για μια μέρα. Ο Ήλιος που κατάλαβε τον κίνδυνο ικέτευσε τον Φαέθοντα να αλλάξει γνώμη. Του εξήγησε ότι τα άλογα είναι πολύ ατίθασα ακόμα και αν ήθελε να τα οδηγήσει ο ίδιος ο Δίας. Επιπλέον η διαδρομή στον ουρανό ήταν γεμάτη με παγίδες και τέρατα όπως ο Σκορπιός, ο Λέων, ο Ταύρος και ο Καρκίνος. Ο Ήλιος ικέτεψε τον Φαέθοντα να ζητήσει κάτι άλλο, αλλά ο Φαέθων ήταν αποφασισμένος να επιχειρήσει το ακατόρθωτο. Ο Ήλιος αντιλήφθηκε ότι θα έπρεπε να συμβιβαστεί με την επιθυμία του γιου του καθώς είχε ορκιστεί στα ύδατα της Στυγός ότι θα πραγματοποιούσε την κάθε ευχή του. Ούτε καν θεός θα μπορούσε να σπάσει μια τέτοια ιερή υπόσχεση.
Κοντεύοντας να τρελαθεί, ο Ήλιος έδωσε στον Φαέθοντα όποιες συμβουλές μπορούσε και μετά έτριψε μια αλοιφή στο πρόσωπό του για να μην καεί από την ένταση του ηλιακού φωτός. Σύντομα μόλις ξεκίνησε το ταξίδι, τα άλογα κατάλαβαν ότι ο δεν ήταν ο συνηθισμένος οδηγός που κρατούσε τα γκέμια. Όταν ο Φαέθων πέρασε τον Σκορπιό στον ουράνιο θόλο, φοβήθηκε και του έπεσαν τα γκέμια. Τα άλογα ξεχύθηκαν εκτός ελέγχου, τη μια βουτούσαν χαμηλά και την άλλη έτρεχαν ψηλά, μακριά από τη γη, σέρνοντας τον ήλιο κατά μήκος των οροσειρών και των πεδιάδων, που έβαζε φωτιά στα πάντα στο πέρασμά του. Δεν έπιαναν φωτιά μόνο τα βουνά και οι πόλεις, αλλά ακόμα και τα ποτάμια, οι πηγές και οι καλλιέργειες. Σύμφωνα με τον ποιητή Οβίδιο, το άρμα του Φαέθοντα μαύρισε το δέρμα των Αιθιόπων, δημιούργησε την έρημο της Λιβύης και ανάγκασε τον ποταμό Νείλο να κρύψει το κεφάλι του στην άμμο.
Όταν η θεά Γη δεν άντεχε άλλο αυτήν την καταστροφή, έκανε έκκληση στον Δία, για να παρέμβει. Ο βασιλιάς των θεών έριξε κεραυνό στο άρμα σκοτώνοντας τον Φαέθοντα, ο οποίος έπεσε σε ένα ποτάμι, το οποίο αργότερα πήρε το όνομα Ηριδανός (στην βόρεια Ιταλία). Ο θεός Ήλιος θρηνούσε για μια ολόκληρη μέρα, κατά την οποία ο ήλιος δεν φάνηκε στον ουρανό. Ο Ήλιος απέφυγε το καθήκον του να φέρει το φως με το άρμα του, από θυμό στον Δία, για τον οποίο πίστευε ότι δεν θα μπορούσε να κάνει καλύτερη δουλειά από ότι ο Φαέθων. Μόνο μετά από την παραίνεση όλων των υπολοίπων θεών, ανέλαβε και πάλι το καθήκον του, αλλά όχι προτού τιμωρήσει σκληρά και τα άλογά του για το ρόλο που έπαιξαν στο θάνατο του γιου του.
Στο μεταξύ, οι νύμφες που υπηρετούσαν τον Έσπερο (το βραδινό άστρο) βρήκαν και έθαψαν το σώμα του Φαέθοντα. Όταν τελείωσαν, τότε συνέβηκαν δύο θαυμαστές μεταμορφώσεις. Ήταν τόσος ο σπαραγμός για τον Κύκνο τον φίλο του Φαέθοντα, που οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον τοποθέτησαν στον ουρανό σαν αστερισμό. Η δεύτερη μεταμόρφωση ήταν εκείνη των αδερφών του Φαέθοντα, των Ηλιάδων. Οι Ηλιάδες, έχοντας θρηνήσει για τον αδερφό τους στον τάφο του στις όχθες ενός ποταμού, προσπάθησαν να σηκωθούν, αλλά τα σώματά τους δεν ήταν πλέον ανθρώπινα. Είχαν μετατραπεί σε κλαδιά, ενώ φύλλα είχαν φυτρώσει από τις κορυφές των κεφαλιών τους. Η μητέρα τους η Κλυμένη προσπάθησε να ξεφλουδίσει τον φλοιό από πάνω τους αλλά εκείνες έκλαιγαν από τον πόνο. Τα σώματά τους είχαν μετατραπεί σε λεύκες, ενώ τα δάκρυά τους έγιναν το κεχριμπάρι, ένα πολύτιμο πέτρωμα που το φορούσαν οι νύφες στην αρχαία Ρώμη. Σύμφωνα με τον Οβίδιο, ο τάφος του Φαέθοντα ήταν για πάντα στη σκιά από λεύκες: «Εδώ κείται ο Φαέθων, ο ηνίοχος του πατέρα του – Μεγάλη ήταν η πτώση του, κι όμως μεγάλη η τόλμη του».