Ιάσων
Ο Ιάσονας ήταν γιος του βασιλιά της Ιωλκού, Αίσονα και της Πολυμήδης και αρχηγός της Αργοναυτικής εκστρατείας. Πρωτύτερα διακρίθηκε στην εξόντωση του Καλυδώνιου κάπρου. Άνηκε στην οικογένεια των Αιολιδών της Ιωλκού. Ο πατέρας του, θέλοντας να προστατέψει τον Ιάσονα από αδερφό και σφετεριστή του θρόνου Πελία, ισχυρίστηκε ότι ο Ιάσονας είχε πεθάνει, ενώ κρυφά μες τη νύχτα τον οδήγησε στον Κένταυρο Χείρωνα, που κατοικούσε στο Πήλιο, όπου ο Ιάσονας εκπαιδεύτηκε όπως τόσοι άλλοι ήρωες της μυθολογίας.
Όταν έκλεισε τα 20 χρόνια, ξεκίνησε την επιστροφή του για την Ιωλκό. Στον δρόμο συνάντησε την Ήρα, που εμφανίστηκε με τη μορφή μιας ανήμπορης γριάς, που του ζήτησε να την περάσει από τον ποταμό Άναυρο. Ο Ιάσονας πρόθυμα πέρασε τη γριά από το ποτάμι, έχασε όμως το ένα του σανδάλι στον πάτο του ποταμού. Λίγες μέρες αργότερα εμφανίστηκε ως μονοσάνδαλος μπροστά στον Πελία, ζητώντας του το θρόνο που δικαιωματικά του ανήκε. Ο συγκεντρωμένος λαός σκόπευε να κάνει θυσίες στο θεό Ποσειδώνα, θαύμασε την ρώμη και τη σωματική του διάπλαση που έμοιαζε με θεό.
Το γεγονός αυτό θορύβησε τον Πελία, ο οποίος τρομοκρατήθηκε από την πιθανότητα να πραγματοποιηθεί η προφητεία ότι η ζωή του και ο θρόνος του θα κινδύνευαν από ένα μονοσάνδαλο συγγενή του. Έτσι, δέχθηκε να του παραχωρήσει το θρόνο μόνο εάν αυτός πήγαινε στην Κολχίδα και του έφερνε το Χρυσόμαλλο Δέρας, στου οποίου τη ράχη είχε ταξιδέψει ο Φρίξος και η Έλλη. Ο Ιάσονας, κατάφερε να εκτελέσει το καθήκον του. Φθάνοντας στην Κολχίδα, κατάφερε να αρπάξει το Δέρας, χάρη στη βοήθεια της κόρης του βασιλιά της Κολχίδας, και ξακουστής μάγισσας, Μήδειας, η οποία στο μεταξύ τον είχε ερωτευτεί. Έτσι, επέστρεψε νικηφόρος στην Ιωλκό με τη Μήδεια ως σύζυγό του.
Με την επιστροφή του Ιάσονα, ο Πελίας αρνήθηκε να του παραδόσει το θρόνο. Η Μήδεια όμως, βλέποντας ότι ο Πελίας παρέμενε αδιάλλακτος, έπεισε τις κόρες του να τον διαμελίσουν, τάχα για να τον ξανανιώσουν. Ο λαός της Ιωλκού, μετά το αποτρόπαιο έγκλημα, αντέδρασε και παρέδωσε το θρόνο στο γιο του Πελία, Άκαστο. Έτσι, ο Ιάσονας και η Μήδεια αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν στην Κόρινθο όπου έζησαν για δέκα χρόνια μαζί. Όμως, μετά από τη δεκάχρονη συμβίωση, ο Ιάσονας ερωτεύτηκε τη Γλαυκή (ή Κρέουσα), κόρη του βασιλιά Κρέοντα της Κορίνθου, την οποία και έκανε γυναίκα του. Η Μήδεια, εξοργισμένη και πληγωμένη από την απόρριψη αποφάσισε να εκδικηθεί και σκότωσε όχι μόνο την αντίζηλό της αλλά και τα παιδιά της, Μέρμερο και Φέρητα.
Στη συνέχεια, για να αποφύγει την οργή του Ιάσονα, δραπέτευσε με το άρμα της, δώρο του θεού Ήλιου, το οποίο έσερναν φτερωτοί δράκοι, και έφτασε στην Αθήνα, όπου της προσέφερε άσυλο ο βασιλιάς Αιγέας. Έτσι, ο Ιάσονας έμεινε μόνος στην Κόρινθο μέχρι το τέλος της ζωής του. Το καράβι του, την Αργώ, είχε αφιερώσει στο θεό Ποσειδώνα, γι’ αυτό και καθημερινά επισκεπτόταν το πλοίο, θυμούμενος την εκστρατεία στην Κολχίδα και λησμονώντας τη θλίψη του. Μια μέρα, ενώ κοιμόταν στη σκιά της Αργώς, ένα σάπιο δοκάρι έπεσε και τον σκότωσε, τερματίζοντας τη ζωή του τόσο πολυταξιδεμένου ήρωα. Ο Ιάσονας ήταν αγαπητός ήρωας και τιμόταν σε ιερά σε όλη την Ελλάδα.